Καρκίνοι Ουροποιητικού Συστήματος
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης αποτελεί τον 4ο συχνότερο καρκίνο που διαγιγνώσκεται στους άνδρες μετά τον καρκίνο του προστάτη αδένα, του πνεύμονα και του κολοορθικού. Στις γυναίκες είναι ο 9ος συχνότερος καρκίνος, με μέση ηλικία εμφάνισης της νόσου και στα δυο φύλα, περί τα 65 έτη, αλλα τρεις φορές συχνότερος στους άνδρες.
Συχνότεροι αιτιολογικοί παράγοντες θεωρούνται: το κάπνισμα, ο συχνός ερεθισμός της ουροδόχου κύστεως (λοιμώξεις, νεφρολιθίαση), χημική έκθεση, προηγούμενη ακτινοβολία πυέλου και λοίμωξη από το Schistosoma haemotobium (πλακώδες καρκινωμα μόνον).
Ο συχνοτερος ιστολογικός τύπος είναι το ουροθηλιακό καρκίνωμα ‘η του μεταβατικού επιθηλίου. Το μεγαλύτερο ποσοστό, >70%, διαγιγνώσκεται με εξαιρετικά περιορισμένη νόσο. Προγνωστικοί παράγοντες είναι: ο βαθμός διαφοροποίησης του όγκου, το στάδιο, ο ιστολογικός υπότυπος και το βάθος διήθησης του όγκου στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστεως.
Θεραπευτικά, μετα τη μέγιστη διουρθρική αφαίρεση του όγκου, σε αρχόμενα στάδια χωρίς διήθηση συνιστάται η παρακολούθηση, ενώ σε επιφανειακή διηθητική νόσο (χωρίς διήθηση του μυϊκού χιτώνα της κύστεως) η επακόλουθη ενδοκυστική έγχυση ανοσοθεραπείας (ΒCG).
Για ασθενείς με πιο προχωρημένη νόσο προτείνεται η ριζική κυστεκτομή με ή χωρίς εισαγωγική χημειοθεραπεία, η μερική κυστεκτομή ή θεραπεία διατήρησης τους οργάνου με σύγχρονη ακτινο-χημειοθεραπεία (πλατίνα) με 70% πλήρη ανταπόκριση της νόσου.
Η ακτινοθεραπεία αντενδείκνυται σε υδρονέφρωση, εμμένων θετικό χειρουργικό όριο μετα τη διουρθρική επέμβαση, άλλοι ιστολογικοί τύποι πλην του ουροθηλιακό, αδυναμία χορήγησης χημειοθεραπείας, ανατομική θέση νόσου στο τρίγωνο της κύστεως και πολύ προχωρημένα στάδια νόσου.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως προσεγγίζεται θεραπευτικά με την επιλογή της ακτινοβολίας εξωτερικής δέσμης, γνωστή και ως εξωτερική ακτινοθεραπεία, η οποία διοχετεύει ακτινοβολία από εξωτερική πηγή μέσα στο σώμα, στο σημείο που εντοπίζεται ο καρκίνος, στην ουροδόχο κύστη και στους περιοχικούς λεμφαδένες όταν αυτό κριθεί απαραίτητητο.
Πριν την έναρξη των συνεδριών της θεραπείας, ο ασθενής περνάει τη διαδικασία της προσομοίωσης ώστε η θεραπευτική ακτινοθεραπευτική ομάδα να σχεδιάσει εξατομικευμένα τη θεραπεία του ασθενούς βάσει αξονική και μαγνητικής τομογραφίας.
Η ακτινοθεραπεία δε διαφέρει από μία απλή ακτινογραφία, δεδομένου ότι είναι εντελώς ανώδυνη, ο ασθενής δε νιώθει απολύτως καμία ενόχληση παρόλο που η δόση της ακτινοβολίας που λαμβάνει είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτή μιας κοινής ακτινογραφίας. Κάθε θεραπεία διαρκεί ελάχιστα λεπτά, ενώ στο μεγαλύτερο χρόνο παραμονής στο χώρο της θεραπείας, ο ασθενής τοποθετείται στο ακριβές σημείο σύμφωνα με το πλάνο. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ακτινοθεραπείες γίνονται πέντε ημέρες την εβδομάδα για αρκετές εβδομάδες. Μια φορά την εβδομάδα χορηγείται συγχρόνως και η χημειοθεραπεία.
Στις παρενέργειες συμπεριλαμβάνονται:
- Αίσθημα καύσου κατά την ούρηση ή ύπαρξη αίματος.
- Ακράτεια, δυσουρία, σπασμός της κύστεως
- Υδαρείς κενώσεις
- Κόπωση
Τα συμπτώματα είναι συνήθως πρόσκαιρα και διαρκούν όσο η θεραπεία ή και λίγο περισσότερο. Σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται ακράτεια ή κυστίτιδα εξαιτίας της ακτινοβολίας με συμπτώματα όπως αίμα στα ούρα ή επώδυνη ούρηση.
Μακροπρόθεσμα μπορεί να εμφανιστούν: αιματουρία, δυσουρία, δ/χες στυτικής λειτουργίας, αυξημένη πιθανότητα κατάγματος, δευτερογενής καρκίνος, κυστεκτομή λογω παρενεργειών <1%.
Τέλος σε μελέτες που εξέτασαν την ποιότητα ζωής των ασθενών που υποβληθήκαν σε σύγχρονη ακτινο-χημειοθεραπεία, οι ασθενείς ανέφεραν πολύ καλύτερα αποτελέσματα συγκριτικά με το χειρουργείο.
Η αντιμετώπιση των παρενεργειών γίνεται σε συνεργασία με τον Ακτινοθεραπευτή – Ογκολόγο και πάντα με τη μέριμνα του ίδιου του ασθενή. Ενημερωθείτε σχετικά: Γενικές Οδηγίες κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι όγκοι του όρχεως κλινικά διαχωρίζονται σε δυο σημαντικές κατηγορίες, τους σεμινωματώδεις (70%) και μη σεμινωματώδεις όγκου των γεννητικών οργάνων (σπάνια ένδειξη για ριζική/επικουρική ακτινοθεραπεία).
Συνηθέστερα διαγιγνώσκεται σε ηλικίες 25-40 έτη, με τον κρυψορχιδισμό να αποτελεί τον σπουδαιότερο αιτιολογικό παράγοντα, καθώς αυξάνει την επίπτωση εμφάνισης της νόσου x 5. Υπάρχει και χρωμοσωμιακή ανωμαλία που συνδέεται με την εμφάνιση της νόσου (12p ισοχρωμόσωμα).
Κλασσική εικόνα είναι αυτή της ανώδυνης διόγκωσης αλλα έως και 45% των ασθενών μπορεί να εμφανίσουν με πόνο.
Η θεραπεία έγκειται στην ορχεκτομή. Σε ασθενείς με νόσο αρχόμενου σταδίου η παρακολούθηση, η ακτινοθεραπεία και η χημειοθεραπεία αποτελούν επικουρικές θεραπευτικές προτάσεις. Σε πιο προχωρημένα στάδια προτείνεται η μετεγχειρητική χημειο-ακτινοθεραπεία και σε πολύ προχωρημένη νόσο μόνον η χημειοθεραπεία.
Η εξωτερική ακτινοθεραπεία, η οποία διοχετεύει ακτινοβολία από εξωτερική πηγή μέσα στο σώμα, στους περιοχικούς λεμφαδένες αναλόγως του σταδίου.
Πριν την έναρξη οποιασδήποτε θεραπείας, θα πρέπει να ενημερώνεται ο ασθενής για τη κρυσυντήρηση σπέρματος. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται στις περιπτώσεις ανδρών, που δεν έχουν ακόμα δημιουργήσει ή ολοκληρώσει την οικογένειά τους πριν από την έναρξη της θεραπείας.
Ακολούθως, ο ασθενής περνάει τη διαδικασία της προσομοίωσης ώστε η θεραπευτική ακτινοθεραπευτική ομάδα να σχεδιάσει εξατομικευμένα τη θεραπεία του ασθενούς βάσει τρισδιάστατης απεικόνισης (αξονική τομογραφία.
Η ακτινοθεραπεία δε διαφέρει από μία απλή ακτινογραφία, δεδομένου ότι είναι εντελώς ανώδυνη, ο ασθενής δε νιώθει απολύτως καμία ενόχληση παρόλο που η δόση της ακτινοβολίας που λαμβάνει είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτή μιας κοινής ακτινογραφίας. Κάθε θεραπεία διαρκεί ελάχιστα λεπτά, ενώ στο μεγαλύτερο χρόνο παραμονής στο χώρο της θεραπείας, ο ασθενής τοποθετείται στο ακριβές σημείο σύμφωνα με το πλάνο. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ακτινοθεραπείες γίνονται πέντε ημέρες την εβδομάδα για 2-3 εβδομάδες περίπου.
Οι δόσεις που χορηγούνται στην αντιμετώπιση των σεμνωμάτων είναι γενικά χαμηλές συγκρινόμενες με αυτές που απαιτούν αλλα κακοήθη νοσήματα (2-25Gy vs. 60-70Gy). Ακόμη όμως και αυτές οι χαμηλές δόσεις μπορεί να προκαλέσουν προσωρινή αζωοσπερμία, ενώ σε χορηγούμενες δόσεις >50Gy μόνιμη. Ο σχετικός κίνδυνος εμφάνισης δευτερογενούς καρκίνου αυξάνεται κατά ένα παράγοντα του 2.
Η αντιμετώπιση των παρενεργειών γίνεται σε συνεργασία με τον Ακτινοθεραπευτή – Ογκολόγο και πάντα με τη μέριμνα του ίδιου του ασθενή. Ενημερωθείτε σχετικά: Γενικές Οδηγίες κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Αποτελεί σπάνιο καρκίνο, <1% των ανδρικών καρκινικών νοσημάτων. Αιτιολογικοί παράγοντες θεωρούνται: η φίμωση, η έλλειψη περιτομής και λοιμώξεις HPV, HIV.
H θεραπεία της διηθητικής νόσου αντιμετωπίζεται με χειρουργείο ή θεραπεία διατήρησης του οργάνου με εξωτερική ακτινοθεραπεία, βραχυθεραπεία ή χημειο-ακτινοθεραπεία. Η συνολική επιβίωση των ασθενών ανεξάρτητα από τη θεραπευτική μέθοδο που θα επιλεγεί, από αναδρομικές μελέτες κρίνεται ισάξια.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ:
Έμμεσες: Βλεννογονίτιδα, οίδημα, δευτερογενείς λοιμώξεις, άλγος.
Απώτερες: Τελαγγειεκτασία επιφανειακή δερματική νέκρωση, στένωση της ουρήθρας ή δημιουργία συριγγίου.
Αποτελεί καρκίνο του οποίου η επίπτωση αυξάνεται τα τελευταία έτη, 2%/ετος. Συχνότερα εμφανίζεται κατά την 7η δεκαετία της ζωής με συχνότερο τύπο αυτό του νεφροκυτταρικού. Οι περιορισμένες εκτομές ή η ακτινοχειρουργική προσέγγιση του όγκου προτιμούνται σε αρχόμενα στάδια.
Σε μεταστατική νόσο πλέον υπάρχουν αρκετοί νεότεροι στοχευμένοι θεραπευτικοί παράγοντες που χορηγούνται σε ασθενείς σε συνδυασμό με τοπική αντιμετώπιση της μεταστατικής νόσου (χ/γο, RFA, SBRT etc.), με αποτέλεσμα τη μακρά επιβίωση των ασθενών.
Καρκίνοι Ουροποιητικού Συστήματος
Το ουροποιητικό σύστημα του ανθρώπου αποτελείται από τους νεφρούς, τους ουρητήρες, την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα. Σκοπός του συστήματος αυτού είναι η παραγωγή και η αποβολή των ούρων και μαζί μ’ αυτά μιας σειράς άχρηστων συστατικών που παράγονται στον οργανισμό από τις καύσεις, καθώς και η διατήρηση του ισοζυγίου του νερού και των ηλεκτρολυτών στο ανθρώπινο σώμα.